μονοσυλλαβικός

μονοσυλλαβικός
-ή, -ό
(Α μονοσυλλαβικός, -ή, -όν) [μονοσύλλαβος]
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από μονοσύλλαβες λέξεις («μονοσυλλαβικές γλώσσες»)
αρχ.
αυτός που αποτελείται από μία μόνο συλλαβή, μονοσύλλαβος.
επίρρ...
μονοσυλλαβικώς και -ά
με μονοσύλλαβες λέξεις, με μία μόνο συλλαβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονοσυλλαβικός, -ή — ό αυτός που αποτελείται από λέξεις μονοσύλλαβες: Η κινεζική ανήκει στις μονοσυλλαβικές γλώσσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”